- ὑπεκδραμόντα
- ὑπεκτρέχωrun out from underaor part act neut nom/voc/acc plὑπεκτρέχωrun out from underaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεκτρέχω — Α 1. αποφεύγω, διαφεύγω («ἢν ἐγὼ μὴ θανεῑν ὑπεκδραμῶ», Ευρ.) 2. τρέχω έξω, πέρα από ένα καθορισμένο όριο («ἢ τοῡθ ὑπεκδραμόντα τοῡ χρόνου τέλος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκτρέχω «τρέχω έξω, εξορμώ»] … Dictionary of Greek